Χαλκίδα 1966 (Βόλτα στην Παραλία)
Καλοκαίρι στη Χαλκίδα. Κυριακή απόγευμα, η πόλη λουσμένη στο φως του ήλιου που γέρνει αργά προς τη δύση.
Η παραλία, ζωντανή σαν πανηγύρι, σφύζει από κόσμο. Οι καφετέριες και τα ζαχαροπλαστεία γεμάτα, τα τραπεζάκια ακουμπισμένα πάνω στο πεζοδρόμιο της θάλασσας, πρόσωπα χαμογελαστά, συζητήσεις χαμηλόφωνες, χρώματα και φως.
Ζευγάρια πιασμένα χέρι-χέρι, οικογένειες με παιδιά που τρέχουν μπροστά τους, μεγάλοι με λευκά πουκάμισα και γυναίκες με ταγεράκια της εποχής κάνουν τη βόλτα τους με αργό βήμα, σαν να ήθελαν να σταματήσει ο χρόνος. και Καθόμαστε στο Στρογγυλό, απέναντι από το ξενοδοχείο Παλίρροια. Παραγγέλνουμε τις πάστες μας — εγώ πάντα διάλεγα τη σοκολατίνα. Πλούσια, με στρώσεις σοκολάτας και αφράτη σαντιγί, γέμιζε το στόμα με μια ευτυχία απλή και καθαρή. Εκείνες οι γεύσεις τότε είχαν βάρος· ήτανε μικρές τελετουργίες, κομμάτια γιορτής στην καρδιά του καλοκαιριού.

Από τη θάλασσα φτάνει στ’ αυτιά μας ο ήχος από τα γρι-γρι που ξεκινούν για το νυχτερινό ψάρεμα. Ένα μεγάλο καΐκι μπροστά, κι από πίσω του δεμένες με χοντρά σχοινιά πέντε ή έξι μικρές ψαρόβαρκες. Πάνω τους, αναμμένες οι λάμπες — τα πυροφάνια — ρίχνουν φως στα ήσυχα νερά, σαν κινούμενοι φάροι. Το θέαμα μαγικό. Τα νερά λαμπυρίζουν, και οι σκιές τους χορεύουν πάνω στην επιφάνεια. .

Στο βάθος, προς τη γέφυρα, φάνηκε ο Κύκνος. Το γνωστό καραβάκι, φωταγωγημένο ολόκληρο, να γλιστρά αργά και μεγαλόπρεπα προς τον Βορρά. Έκανε τη διαδρομή για Αιδηψό και τις Βόρειες Σποράδες, κι εμείς το κοιτούσαμε με δέος.
Πόσο μεγάλο μου φαινόταν τότε! Στο παιδικό μου βλέμμα έμοιαζε σαν πλωτό παλάτι, γεμάτο θαλασσινά μυστικά.
Ο παππούς μου, ο ηγούμενος από την Κρήτη, είχε ταξιδέψει μ’ αυτό το καράβι για τα λουτρά της Αιδηψού, μαζί με την αδελφή του — τη μητέρα του πατέρα μου. Τον θυμάμαι να χαιρετά από το κατάστρωμα, ενώ εγώ του κουνούσα το χέρι από την αποβάθρα..
Ήταν στιγμές απλής χαράς, χωρίς βιασύνη. Στιγμές που τότε τις ζούσαμε σαν κάτι φυσικό, αλλά σήμερα μας επιστρέφουν σαν όνειρα που μυρίζουν αλάτι, σοκολάτα και παιδική ανεμελιά.
Μια Χαλκίδα που υπήρξε – κι ακόμη υπάρχει στις αναμνήσεις όσων την αγάπησαν.
Αυτές οι Κυριακές δεν ήταν μόνο βόλτες. Ήταν η ίδια η παιδική μας ηλικία που περπατούσε πλάι στο κύμα.