Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Ημερολόγιο – Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012 Νέα Σκιώνη, Χαλκιδική

Παραμονή Καθαρής Δευτέρας Σήμερα, ο ήλιος έλαμπε δυνατά, λες και πάλευε με το κρύο του χειμώνα να του θυμίσει πως η άνοιξη πλησιάζει. Ο ουρανός καθαρός, το φως χρυσό πάνω στα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Ο αέρας είχε αυτή τη χαρακτηριστική, κρυστάλλινη αίσθηση που έχουν οι μέρες του Φλεβάρη – κρύες αλλά γεμάτες υπόσχεση. Πήραμε τον δρόμο για τη Νέα Σκιώνη όλοι μαζί. Εγώ, η Σούλα, τα παιδιά, οι γονείς της. Ήμασταν μια μικρή πομπή ελπίδας. Στο πίσω κάθισμα, τα παιδιά γελούσαν, ενώ εγώ κρατούσα τη σκέψη μου ήσυχη, σχεδόν συγκρατημένη – να μην το πω δυνατά, μην το ματιάξω: Μήπως σήμερα... είναι η μέρα που ένα όνειρο θα γίνει πραγματικότητα; Το σπίτι το είδαμε από μακριά. Ταπεινό, μα καθόλου ασήμαντο. Μόλις πλησιάσαμε, είχε αυτό το «κάτι» που δύσκολα εξηγείται – σαν να σου λέει «σε περίμενα». Η θάλασσα, εκεί, ακριβώς απέναντι. Απέραντη, γαλήνια, σαν να κρατούσε τα μυστικά της μέσα στα βαθιά της νερά. Μπήκαμε μέσα. Δεν είπα πολλά. Προσπαθούσα να νιώσω. Και ένιωσα. Το φως έμπαινε από τα παράθυρα και χάιδευε τους τοίχους. Μπορούσα να φανταστώ τις καλοκαιρινές μας μέρες εδώ. Το γέλιο των παιδιών, τις μυρωδιές από μαγειρεμένο φαγητό, τη Σούλα να ποτίζει τα λουλούδια, εμάς να πίνουμε καφέ με θέα τον ορίζοντα.
Μετά κατεβήκαμε στο χωριό. Οι δρόμοι γεμάτοι, γιορτινοί. Ήταν η μέρα του καρναβαλιού και τα παιδιά χόρευαν με στολές και μουσικές. Δίπλα μας, ο Δημήτρης και η Καίτη γελούσαν με τις μεταμφιέσεις. Ήμασταν όλοι εκεί, μαζί, σε μια στιγμή που τώρα καταλαβαίνω πόσο πολύτιμη ήταν.
Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω... Εκείνη η Κυριακή είχε μέσα της φως, προσμονή, θαλπωρή και εκείνη την αδιόρατη αίσθηση ότι κάτι αλλάζει. Ότι κάτι αρχίζει. Ήταν μια μέρα που δεν θα ξεχάσω ποτέ – γιατί τότε, χωρίς να το καταλάβουμε αμέσως, ριζώσαμε σε ένα μέρος που έγινε κομμάτι της ζωής μας.

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Καλοκαίρια Στ’ αμπέλια Χαλκίδος



Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 60 για να πάς από τη Χαλκίδα στ’ Αμπέλια ( Σήμερα Άγιος Νικόλαος ) ήταν μία περιπέτεια. Έπαιρνες το αστικό από την αγορά της Χαλκίδος και πήγαινες μέχρι τον Άγιο Στέφανο. Μετά περίμενες το Υπεραστικό, μετά πολύ λίγα καθημερινά δρομολόγια και πήγαινες στη Λάμψακο , Αμπέλια , Δοκό , Βασιλικό και Λευκαντί  η την Ερέτρια.
Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε στ’ Αμπέλια.
Εκεί είχαμε σπίτι με περίπου 5 στρέμματα αμπέλια και με αρκετά οπωροφόρα δένδρα ( ροδακινιές , βερικοκιές ,συκιές , κερασιές , βυσσινιές , καρυδιές , μουσμουλιές,αμυγδαλίες  και ροδιές). Τα Σταφύλια ήταν από αρκετές ποικιλίες . Το χαρακτηριστικό του κτήματος ήταν τα δυο πανύψηλα κυπαρίσσια  στην είσοδο και ο μεγάλος ευκάλυπτος ( που υπάρχουν ακόμα ). Κοντά στο πηγάδι υπήρχε μια τεράστια συκιά με καταπληκτικά μεγάλα γλυκά σύκα.Γύρο γύρο από το κτήμα είχαμε  πάρα πολλές ελιές.


Τον καιρό εκείνο τα καλοκαίρια ήταν αρκετά δροσερά εκεί. Το μόνο μειονέκτημα ήταν τα πραγματικά εκατομμύρια Τζιτζίκια που από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ μας τρέλαιναν. Θυμάμαι τα ξένοιαστα χρόνια που ο πατέρας μου έφευγε το πρωί με το ποδήλατο να πάει στην εργασία του, στο εργοστάσιο στη Λάμψακο και εμείς παίζαμε όλη μέρα κάτω από τη σκιά των δένδρων. Σχεδόν κάθε  μέρα, αργά το απόγευμα, ο πατέρας μου έβαζε μπρός το μοτέρ του Πηγαδιού και πότιζε τον λαχανόκηπο που είχαμε μπροστά από το σπίτι μας.
 Τα βράδια καθόμασταν στην αυλή , και βλέπαμε τα άπειρα αστέρια στον ουρανό και τον σχεδόν φωτισμένο από τις πυγολαμπίδες λαχανόκηπο, ακούγοντας διάφορες ιστορίες που μας έλεγε ο πατέρας μου από την παιδική του ηλικία στην Κρήτη .

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Η παιδική κατασκήνωση Kinderland




Ιούνιος  1965

Από μέρες είχαμε μεγάλη προετοιμασία για την κατασκήνωση που θα πήγαινα . Δυο βαλίτσες γεμάτες με τον κατάλογο που μας είχαν δώσει.   Ήταν μία παρασκευή πρωί κάπου στην κεντρική πλατεία της Χαλκίδας η αναχώρηση  του Εκδρομικού  για την Kinderland την ιδιωτική παιδική κατασκήνωση στον Κάλαμο της Αττικής . Ήμασταν χαρούμενα όλα τα παιδιά. Ήμασταν τα παιδιά των εργαζομένων στην ΕΛΛΕΝΙΤ . Η εταιρία διέθεσε ένα μεγάλο ποσό για να στείλει τα παιδιά των εργαζομένων 10 ημέρες στην καλλίτερη για την εποχή κατασκήνωση. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγα από το σπίτι γιαυτό ήμουν  λίγο στενοχωρημένος. Όμως την Κυριακή θα ερχόντουσαν όλοι οι γονείς για να μας επισκεφτούν.  Ξεκινήσαμε , πήγαμε μέχρι την Ερέτρια , περάσαμε με το Φέρυ απέναντι και μετά από περίπου 3 ώρες ήμασταν στην κατασκήνωση. Ήταν μεγάλη η χαρά μας γιατί εκεί το μέρος ήταν πολύ όμορφο . Για το πώς περάσαμε  όμως, θα αναφερθούμε μια άλλη φορά.


Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Ελληνικός Κινηματογράφος 1963




Χαλκίδα 1963. Πρόεδρος στο προσκοπείο ήταν ο Έλληνας από την Αίγυπτο , αδελφός γνωστού καλού ηθοποιού που μας άφησε πρόωρα, συνάδελφος με τον πατέρα μου σε Βιομηχανία της Περιοχής. Με συμπαθούσε πολύ. Ήμουν από τους πιο μικρούς Ναυτοπροσκόπους. Θυμάμαι ότι μου είχε δώσει πολλά γραμματόσημα αιγυπτιακά για την συλλογή μου. Κάθε Σάββατο βράδυ καλούσε πολλούς συναδέλφους και γινόταν προβολή Ελληνικής ταινίας στους χώρους του προσκοπείου. Είχαμε παρακολουθήσει πολλές ταινίες με τους γνωστούς πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής.


Σημερινή φωτογραφία  της περιοχής


Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Χαλκίδα 1966 (Βόλτα στην Παραλία)

Χαλκίδα 1966 (Βόλτα στην Παραλία)




Καλοκαίρι στη Χαλκίδα. Κυριακή απόγευμα, η πόλη λουσμένη στο φως του ήλιου που γέρνει αργά προς τη δύση. Η παραλία, ζωντανή σαν πανηγύρι, σφύζει από κόσμο. Οι καφετέριες και τα ζαχαροπλαστεία γεμάτα, τα τραπεζάκια ακουμπισμένα πάνω στο πεζοδρόμιο της θάλασσας, πρόσωπα χαμογελαστά, συζητήσεις χαμηλόφωνες, χρώματα και φως. Ζευγάρια πιασμένα χέρι-χέρι, οικογένειες με παιδιά που τρέχουν μπροστά τους, μεγάλοι με λευκά πουκάμισα και γυναίκες με ταγεράκια της εποχής κάνουν τη βόλτα τους με αργό βήμα, σαν να ήθελαν να σταματήσει ο χρόνος.  και Καθόμαστε στο Στρογγυλό, απέναντι από το ξενοδοχείο Παλίρροια. Παραγγέλνουμε τις πάστες μας — εγώ πάντα διάλεγα τη σοκολατίνα. Πλούσια, με στρώσεις σοκολάτας και αφράτη σαντιγί, γέμιζε το στόμα με μια ευτυχία απλή και καθαρή. Εκείνες οι γεύσεις τότε είχαν βάρος· ήτανε μικρές τελετουργίες, κομμάτια γιορτής στην καρδιά του καλοκαιριού.




Από τη θάλασσα φτάνει στ’ αυτιά μας ο ήχος από τα γρι-γρι που ξεκινούν για το νυχτερινό ψάρεμα. Ένα μεγάλο καΐκι μπροστά, κι από πίσω του δεμένες με χοντρά σχοινιά πέντε ή έξι μικρές ψαρόβαρκες. Πάνω τους, αναμμένες οι λάμπες — τα πυροφάνια — ρίχνουν φως στα ήσυχα νερά, σαν κινούμενοι φάροι. Το θέαμα μαγικό. Τα νερά λαμπυρίζουν, και οι σκιές τους χορεύουν πάνω στην επιφάνεια. . 




Στο βάθος, προς τη γέφυρα, φάνηκε ο Κύκνος. Το γνωστό καραβάκι, φωταγωγημένο ολόκληρο, να γλιστρά αργά και μεγαλόπρεπα προς τον Βορρά. Έκανε τη διαδρομή για Αιδηψό και τις Βόρειες Σποράδες, κι εμείς το κοιτούσαμε με δέος. Πόσο μεγάλο μου φαινόταν τότε! Στο παιδικό μου βλέμμα έμοιαζε σαν πλωτό παλάτι, γεμάτο θαλασσινά μυστικά. Ο παππούς μου, ο ηγούμενος από την Κρήτη, είχε ταξιδέψει μ’ αυτό το καράβι για τα λουτρά της Αιδηψού, μαζί με την αδελφή του — τη μητέρα του πατέρα μου. Τον θυμάμαι να χαιρετά από το κατάστρωμα, ενώ εγώ του κουνούσα το χέρι από την αποβάθρα.. Ήταν στιγμές απλής χαράς, χωρίς βιασύνη. Στιγμές που τότε τις ζούσαμε σαν κάτι φυσικό, αλλά σήμερα μας επιστρέφουν σαν όνειρα που μυρίζουν αλάτι, σοκολάτα και παιδική ανεμελιά. Μια Χαλκίδα που υπήρξε – κι ακόμη υπάρχει στις αναμνήσεις όσων την αγάπησαν. Αυτές οι Κυριακές δεν ήταν μόνο βόλτες. Ήταν η ίδια η παιδική μας ηλικία που περπατούσε πλάι στο κύμα.